- φυκαρίζω
- φῡκᾰρίζω,A = φυκόω, τὰς παρειάς Sch.Opp.H.1.127.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυκαρίζω — Α [φυκάριον] φυκῶ* … Dictionary of Greek
φυκαρίζοντα — φυκαρίζω pres part act neut nom/voc/acc pl φυκαρίζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυκαρίζεσθαι — φυκαρίζω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φικιδίζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φικιδίζειν ἐπὶ τοῡ παιδεραστεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αν και ο Ησύχ. ταυτίζει σημασιολογικά τα δύο απρμφ. φικιδίζειν και παιδεραστεῖν, δυσερμήνευτο παραμένει το σημείο τής ταύτισης αυτής. Αν υποτεθεί ότι το ρ. παιδεραστῶ λαμβάνει εδώ τη… … Dictionary of Greek